Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Ότι αξίζει πονάει κι είναι δυσκολο.




Αγαπημένος στίχος από πυξ λαξ....
Τώρα που εγώ και εσύ ακολουθούμε διαφορετική πορεία
θεώρησα σκόπιμο και ίσως αναγκαίο για να προχωρήσω την αποχώρηση μου από το κάστρο μας
αυτο το μπλογκ που ηταν μια έκπληξη για 'μενα απο εσενα॥
όπως και να έχει άσχημες αναμνήσεις δεν έχω
ήταν ένα σύντομο ταξίδι ίσως πολύ πιο σύντομο από όσο περίμενα....
αλλά δεν το έκανε λιγότερο όμορφο....
Ο τι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο.....
οι παλιές αγάπες δεν πάνε πάντα στον παράδεισο μερικές απλά ριζώνουν βαθιά στην κόλαση της ψυχής μας έτσι ώστε πάντα να θυμόμαστε όσα ζήσαμε...

άξιζε... δεν μετανοιωνω ούτε ένα λεπτό...
και θα σε σκέφτομαι πάντα σαν κομμάτι μου...
ήρθε η ώρα όμως για βήματα μπροστά και σταθερά...
Τελικά η επιλογή των ονομάτων ήταν σωστή...
και εκεινος έκανε οτι θεωρησε λογικο οπως και εσυ
δεν μετανοιωνω όπως σου είπα απλα μου επιτρέπεις να κρατήσω μια πικρή γεύση από το αναπάντεχο αυτού του αποχωρισμού....
Καλημέρα Ναπολέων μου δικέ μου και όμορφε Ναπολέων

Η κάποτε δική σου
Ζοζεφινα

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

***Σκέψεις χωρις θέμα***

Είναι πολύ παράξενος ο τρόπος που έχουμε επιλέξει να μιλάμε στην ψυχή ο ένας του άλλου
μέσα από μια παλιά ιστορία... και είναι πολυ παράξενο τα λόγια μας να λύνονται εδώ μέσα.
Σ΄ευχαριστώ που βρίσκεις τρόπο να με κάνεις να γελάω κάθε φορά και να γελάς με τις παραξενιές μου.Ελπίζω όλο αυτό να κρατήσει ξέρεις πως θέλω. Μα δεν σε χορταινω να σε κοιτάω και μου έχεις λείψει αφόρητα...
Ακόμα και χωρίς στόμα ακόμα και χωρίς λέξεις θα μάθαινα να μιλάω μέσα σου.

Είσαι το πιο όμορφο πλάσμα που μου χάρισε ο θεός.


Ανυπομονώ να ξανά έρθεις...

Η Ζοζεφίνα...Σου

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Ένας νυχτόβιος ήλιος



Φεύγω
για να ρθω. Το ξέρεις και περιμένεις να φύγω. Άλλωστε αν δε φύγω πως θα ρθω;

Σκέφτηκα
την ημέρα των γενεθλίων σου να νικήσω τους πάντες. Μου αρέσει να βγαίνω νικητής. Έτσι σκέφτηκα να σου φέρω έναν ήλιο.

Έναν ήλιο πραγματικό για τους άλλους μα ψεύτικο για σένα.
Έναν ήλιο να κοιτάς και να σνομπάρεις μα να κλέβει τα βλέμματα για τους άλλους.
Έναν ήλιο όπου θα σου γνέφει το πρωΐ και εσύ θα του ανταποδίδεις...

Ένας
ήλιος μπροστά τα πόδια σου, άλλωστε τι να τα κάνεις τα άστρα; Πρέπει να έχεις κάτι μοναδικό. Άλλωστε να έχεις και εσύ ένα άστρο δε γίνεται.

Σε θέλω με κάτι μοναδικό κοντά σου...
Φιλιά ο άρχοντας σου...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Δυο χέρια τυλιγμένα

Καθόσουν δίπλα μου και τίποτα δεν με ενοχλούσε...

Σε έβλεπα να ασχολήσε με πολλά.... με προσήλωση...

Μ'άρεσε να σε βλέπω έστω και κλεφτά λες πως η ντροπή μας απομακρύνει....

Κάνεις λάθος εδώ ίσως να είναι το μόνο λάθος που άκουσα να μου λες....

Κάποια στιγμή άπλωσα τα χέρια μου και τύλιξα αυτά γύρω σου για ελάχιστα δεύτερα γιατί σκέφτηκα μήπως δεν ήθελες.... μήπως το αισθανθείς πολύ παιδιάστικο....

Εκείνα τα λίγα δεύτερα κατάλαβα πόσο άνετα νιώθω μαζί σου....

Και επιβεβαιώθηκε αυτό που σου είχα πει κάποτε το ότι ντρέπομαι δεν σημαίνει ότι βάζω όρια και πλέγματα ανάμεσα μας, δείχνει την αγωνία μου να μην κάνω κάτι που σε στεναχωρήσει.....

Και επειδή με άλλον τρόπο δεν ξέρω πως να εκφραστώ στα λέω από εδώ και γραμμένα...

γυμνά από κάθε κοκκίνισμα....

και μικρές ντροπές που μάλλον ούτε τις βλέπεις!


Μια αγκαλιά με κάνει να αισθάνομαι ήρεμη και είναι ότι πιο αγνό και καθαρό έχω να σου δώσω μην υποτιμάς μια αγκαλιά....

πάντα περιμένω τη δική σου....



Πόσο μ'άρεσει να σε κοιτάω να 'ξερες....



ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

η Ζοζεφίνα σου....

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Απο ΄μενα σε ΄σενα!




rainer maria rilke σβήσε τα μάτια μου

Σβήσε τα μάτια μου,μπορώ να σε κοιτάζω,


τ' αυτιά μου σφράγισέ τα,να σ' ακούω μπορώ.


Χωρίς τα πόδια μου,μπορώ νά'ρθω σ' εσένα,


και δίχως στόμα,θα μπορώ να σε παρακαλώ.


Κόψε τα χέρια μου,θα σε σφιχταγκαλιάζω,


σαν να ήταν χέρια,όμοια καλά,με την καρδιά.


Σταμάτησέ μου την καρδιά,και θα καρδιοχτυπώ


με το κεφάλι.


Κι αν κάμεις το κεφάλι μου συτρίμμια,στάχτη,


εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.






μτφρ.Κωστής Παλαμάς

(ζοζεφίνα: ένα ποίημα από τα πιο δυνατά από ΑΥΤΑ που δείχνουν ότι εγώ μισή δεν θα είμαι όταν μου λείπουν άκρα αλλά όταν μου λείπεις εσύ.)

Γυμνὸ σῶμα

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.

Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.

Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.

Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.

Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.

Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Ἀθήνα 24.9.80


(ζοζεφίνα: γυμνό σώμα.... με το κόκκινο του αίματος είμαι και είμαι για 'σένα)

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Ἀθήνα 18.11.80

(σε αρσενικό δες το και δες πως σκέφτομαι πόσο με τρομάζει ομορφιά σου)


Μονόγραμμα Ελύτης

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.


(Τι να τον κάνω τον παράδεισο σου λέω? )

Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.

Ντίνος ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)


Κάθε λέξη του εσύ και κάθε λέξη εγώ δεν έχει γιατί όταν κοιτάς καθρέφτες πλασμένους με λέξεις

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

Ντίνος ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Αυτό το αγαπάω και σου αφιερώνω τους τελευταίους μόνο στίχους)

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Ντίνος ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Υποταγή σε ποιητικά ανόητες και ερωτευμένες αλήθειες)

(1859-1943)

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Πλάσμα μου βγαλμένο από ποιητικά μου όνειρα....

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι...
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής...

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ’μαθε για τους ήχους...
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ...

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ...


Κική Δημουλά
Συλλογή “Το λίγο του Κόσμου”, 1971.


Αγαπημένε μου...
Ακόμα θέλω να είμαι η Ζοζεφίνα σου ότι και να γίνει, ξέρω πως αγαπάς την ποίηση και μάλλον γι αυτά τα δυο σου μάτια δημιούργησε και η ίδια η Ποίηση το πρώτο της παιδί.
Σου αφιερώνω τα πάθη της βροχής για να καταλάβεις πως ακόμα και η βροχή αποφεύγει την μεσότητα μαζί σου.
Μ'αρέσει η ηρεμία σου, η ομορφιά ενός κόσμου τόσο περίπλοκου ,τόσο απελπιστικά τέλειου πλάσματος όπως εσύ.
Να υπήρχε Λόγος που να μην είχε λεχθεί και να σε άγγιζε... θα τον έλεγα μέχρι να μην θυμάμαι άλλο τίποτα εκτός από αυτό.
Παλεύοντας να γίνω ισάξια με εσένα δεν χάνω τον εαυτό μου αλλά φοβάμαι ότι είναι αδύνατο... είσαι πιο ποιητικός από τα ίδια τα παραμυθία και είναι τόσα πολλά που δεν θα μάθεις ποτέ... μόνο σου λέω πόσο φοβάμαι πως δεν θα σε αξίζω...

Με αγάπη....
Ζοζεφίνα
δική σου

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ένα τρένο αναμνήσεις...

 

Πολλές 
αναμνήσεις με μία μόνο μας φωτογραφία... Είμαστε εκεί μέσα. Ποιος να μπορέσει να μας δει, πες μου ποιος; Η απόχρωση χρωμάτων γκρίζα, μας η ανάσες μας όλα τα χρώματα της ίριδας... Σου άρεσε το τοπίο... και μένα... πόση γαλήνη και ηρεμία...
Καμία
κίνηση σε αυτά τα τοπία που σε κάνουν να κουφένεσαι από την σιωπή. Αυτή η εκοφαντική σιωπή είναι από τις δικές μας τις φωνές. Εμείς φτιάχνουμε το τοπίο, εμείς θα το ζήσουμε και κανείς δε θα μπορεί να μας δει.
Δε
με ανησυχεί η απόσταση. Ούτε και η σκοτεινή οθόνη του κινητού μου. Υπάρχουν οι καρδιές μας να μας κρατάνε ενωμένους και ζωντανούς... Άλλωστε μέσα στον χειμώνα μπορείς να βρεις τα πιο όμορφα λουλούδια...
Αυτό
το βρήκα να περιμένει ένα βλέμμα θαυμασμού σε χαμηλές θερμοκρασίες...


 


Δικό(ς) σου...
Ναπολέων.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

θα είμαστε?



Ήμουν...Ήσουν....

Είμαστε τώρα και μαζί
Θα είμαστε όμως?
Έχει σημασία το μετά?
ΟΧΙ!!!

Τι όμορφες που είναι μερικές βόλτες...
Και μερικές φωτογραφίες με τα χέρια σου περασμένα γύρω μου...
Τι όμορφες που είναι κάτι στιγμές που ζούμε...
Τελικά δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω...



Καλημέρα Napoleon μου....

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Θα σε σκέφτομαι.... μεχρι κοντα μου ξανα να είσαι.


Γιατί πάνω σου δεν βρήκα ούτε ένα λάθος....
καθόμουν δίπλα σου και ένοιωθα ευτυχισμένη το πιστεύεις?
και ας κοιτούν όλοι και ας μας κρίνουν δεν με νοιάζει Ναπολέων μου ...
ας υποκριθούμε ότι είμαστε μόνοι μας....
τι σημασία έχει αν μας σχολιάζουν γιατί μοιάζουμε διαφορετικοί άκουσες τι είπα?
μοιάζουμε δεν είμαστε....
τσιμπάς το μάγουλό μου και δεν με ενοχλεί... μ αρέσει να σε κοιτάω να οδηγείς.... αλλά Ντρέπομαι...
Είσαι τόσο υπέροχος που δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ και είσαι για 'μένα....
Μετά το φιλί σου,είμαι αχόρταγη το ξέρω ντράπηκα αλλά ήθελα τόσο μια αγκαλιά να ζητήσω αλλά έπιασες το χέρι μου πριν τελειώσεις το ένα από τα πολλά φιλιά σου σκέφτηκα πόσο άπληστη πρέπει να είμαι και δεν την ζήτησα την αγκαλιά σου....
ίσως να ήταν ανυπόφορη βιασύνη... και εμείς είπαμε τα θέλουμε όλα σωστά...
όλα σωστά να γίνουν... δεν πρέπει να κάνω λάθη μαζί σου... Το υποσχέθηκα στην σκέψη σου ένα βράδυ....
Δεν μπορούσα να χορτάσω το φιλί σου με μια καρδιά κομμάτια βγήκα και ξεκίνησα να ζήσω κι άλλες αφόρητες μέρες μακρυά σου...
Μέχρι να σε ξαναδώ....
Δεν θέλω να μιλάμε πια έχω ανάγκη να με φιλάς....
Με κλειστά τα μάτια μόνοι πάνω την γη να ερωτευθούμε κι άλλο από την αρχή και να μην με αφήσεις....
Ακους Ναπολέων μου.... Μην φύγεις από την ζωή μου τώρα που βρεθήκαμε.


Αγαπημένε μου Ναπολέων....
Θα σε σκέφτομαι μέχρι να μην μας χωρίζουν πια ούτε ελάχιστα εκατοστά...
Και τότε θα αφήσω την απληστία μου να με κυριεύσει και θα στην ζητήσω την αγκαλιά δεν μπορώ να ξέρω ότι η μέρα που θα με ξυπνήσει θα πρέπει πάλι να χτυπάει ή καρδιά μου σε απόσταση Χιλιομέτρων μέσα σου....

Την νιώθεις? τικ τακ τικ τακ....
Την θέλεις? σε μια εποχή.... που όλα είναι με τα πόδια κολλημένα πάνω στην γη εσύ με πήγες πολύ ψηλά .... μην με αφήσεις να πέσω

Στο μυαλό μου καρφώθηκαν τα μάτια σου....
Πέρα από αυτό το χρώμα ποιος ουρανός να το κάνει να μοιάζει λίγο...?
κανένας...
είναι αυτό το βλέμμα σου είναι όλα αυτά που βλέπω μέσα του είναι ευλογιά αγάπη μου να μπορούμε να βλέπουμε με τα ίδια μάτια τον κόσμο με τα ίδια μοναδικά μάτια όπως δεν τον βλέπει κανείς άλλος.



Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Ἀθήνα 24.9.80

Ελύτης.
Αφιερωμένο Ναπολέων μου....




Η Ζόζεφίνα σου

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Μάγισσες, δράκους...



Αν
οι ημέρες μακριά σου ήταν, μάγισσες και τα χρόνια δράκοι... τότε πέρασα πολλά για να σε βρω... Τους νίκησα όλους και είμαι εδώ... Κουρασμένος όμως. Θα πρέπει να ξαποστάσω στην αγκαλιά σου, στην ματιά σου, μέσα στα όνειρά σου.
Εκεί
που όλα είναι ήρεμα και γαλήνια... όπως μία λίμνη. Μαγευτικά ήρεμη...
Πριν λίγα χρόνια άκουσα ένα τραγούδι, σήμερα μου το έφερες στο μυαλό μου και το σιγοψιθυρίζω όταν έρχεσαι στην σκέψη μου...
Καλώς ήρθες και πάλι στην σκέψη μου...

Ψέμα και αλήθεια
μια φορά και έναν καιρό,
μάγισσες δράκους νίκησα
για να σε βρω.

Ψέμα και αλήθεια
και ένας κόσμος παραμύθια,
σε έκρυψα σε ένα
και το φύλαξα στα στήθια.

Κι όταν ξεχνιέμαι
πνίγομαι και δε μπορώ,
γυρνώ σε εσένα
μια φορά και έναν καιρό...

Σε
θέλω εκεί... Στην δική μας λίμνη. Σε ένα σπιτάκι στην άκρη. Δε με ενδιαφέρουν ποια οι δράκοι, δε ενδιαφέρουν οι μάγισσες. Τους κέρδιζα μια ζωή... Μπορώ και τώρα... Αρκεί να είσαι εκεί.
Μπορεί
να άργησα αλλά ήρθα. Και σε ανέβασα ψηλά... τους κοιτούσαμε όλους από ψηλά... Βλέπαμε τον καθένα όταν έπεφτε και σηκωνόταν. Άλλοτε μόνος του και άλλοτε με κάποιο άλλο χέρι για βοήθεια. Όλοι όμως σηκώθηκαν. Κανείς δεν έμεινε κάτω. Αρκεί να το θέλει κανείς...
Εγώ
το θέλησα και σε βρήκα εκεί. Ένα χέρι δίπλα μου. Ένα τόσο ζεστό και τρυφερό χέρι. Δε φοβήθηκα να το αρπάξω και τώρα με αυτό το χέρι ταξιδεύω...
Μη με αφήσεις να γλιστρήσω Ζοζεφίνα. Είμαστε ψηλά. Μόνοι μας. Δεν ακούω κανέναν από την γη. Κανένα κακό άνθρωπο. Αυτοί μόνοι τους είναι και είναι επιλογή τους. Μη τους ακούς. Σώπασε... την ακοή σου να κοιτάς μονάχα εμένα.
Όλα
σώπασαν. Όλα χάθηκαν από το καρέ γύρω σου. Έμεινες εσύ. Εσύ... εκεί να με κοιτάς. Μη μου μιλάς μη μου μιλάς... Φίλα με... να με φιλάς να με φιλάς...

Ο Ναπολέων σου.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Γράμματα του κάποτε στο πιο όμορφο τώρα....



Πιάνομαι από κάτι που είπες εσύ και είχε αντίκρυσμα μέσα μου....
''είσαι το ίδιο παλαβή και ρομαντική όσο και εγώ''
Αυτό σημαίνει έρωτας για έμενα να βλέπω το είδωλο μου μέσα σου...
Είσαι όνειρο και αν αυτό μπορείς να είσαι τότε σε παρακαλώ νάρκωσε το σώμα μου να μην ξυπνήσω....Δεν ανήκουμε εδώ μικρέ μου το ξέρεις και το ξέρω ή μάλλον όχι, είναι κάποιες στιγμές πού ο ίδιος ο κόσμος γεννήθηκε για να γνωρίσει...Είσαι για 'μένα...
Δεν ήθελα ποτέ τον ρόλο της αυτοκράτειρας , ένα κομμάτι μέσα σού όμως είναι τρομαχτικό πόσο το θέλω και φοβάμαι μην το πληγώσω...
''Μαζί σου δεν θέλω να κάνω κανένα λάθος ,όλα θέλω να γίνουν σωστά με 'μας''στο είπα.
Θα σου δείξω τον κόσμο μου και όλα αυτά θέλω ποτέ να μην τα ξεχάσω ΠΟΤΕ
Θυμάσαι εκείνο το κλειδί που γύρισες όταν μπήκα ''μέσα''?....
Δεν το χρειαζόμαστε πια δεν μπορώ να σε πληγώσω
και δεν με νοιάζει εν τέλει αν το κάνεις εσύ...


Αγαπημένε μου Ναπολέων:
Καλησπέρα σου είπα θα σε ερωτευτώ πολύ και μάλλον κατάφερες να μπεις στην ψυχή μου θα μου το πληρώσεις ήξερες και τρύπωσες και δεν νιώθω πια φόβο για ΄σένα μιλάς για όμορφες εικόνες και νιώθω τις πληγές μου να κλείνουν ,ή ψυχή μου εξαφανίζει τις χαραγματιές ετοιμάζεται για ΄σένα γιατί θα ήταν άδικο να σου την δώσω προβληματική δεν το αξίζεις.
Ετοιμάζεται για ότι μαζί σου θέλει να ζήσει.
Μιλάς για τα πιο ρομαντικά κομμάτια σου
και βλέπω ότι πιο τέλειο και καθαρό έχω γνωρίσει

Σε περιμένω ίσως πάντα να σε περίμενα
Με αγάπη....




Καλήμερα Napoleon μου
Η ζοζεφίνα σου.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Ακολουθώ τα ίχνη σου...

Το
καθε τι γύρω μου. Όποιον του κρατούσα κακία τώρα του μιλάω ξανά... Άλλωστε όταν σε κάποιον αποκτήσει ένα όνειρό του σάρκα και οστά, ποιος ο λόγος να μην είναι χαρούμενος; Να μην χαμογελάει;
Δε
γνωρίζω που θα βγάλει. Αδιαφορώ. Με ενδιαφέρει το τώρα και όχι το πριν ή το μετά μαζί σου. Με ενδιαφέρει να μπορώ να σου δείχνω τι νιώθω...
Κοίτα, κάπου εκεί στα ποιήματα, είδα πάλι εσένα. Εσένα κοπέλα μου. Εσένα. Θα περίμενε κανείς ένα χαρούμενο ποίημα. Ένα ρομαντικό ή ένα το οποίο θα μιλάει για λουλούδια και φεγγάρια. Εγώ τα είδα όλα αυτά σε αυτές τις λέξεις. Κάπως αλλιώς. Τα δικά σου λουλούδια τα οποία είναι στην καρδιά σου, τα δικά σου αρώματα που μεθάνε κάθε μύτη, την δική σου μουσική που δημιουργούν τα μάτια σου.
Στον πληθυντικό
αριθμό παρακαλώ. Στο πληθυντικό αριθμό της Κικής Δημουλάς. Ένα τόσο στενάχωρο, για άλλες εποχές ποίημα, τώρα μαζί το νιώθω αλλιώς...

Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός, οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος, όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός και μετά πληθυντικός:
Οι φόβοι
Οι φόβοι για όλα από εδώ και πέρα

Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων
ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα, όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού, ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός, οι νύχτες.
Οι νύχτες από εδώ και πέρα.


Καλημέρα Josephine μου...
Καλημέρα σε όλους...
Ο Ναπολέων σου.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Και όλα ξεκίνησαν ξαφνικά.

Όταν
τα γράμματα ξεκίνησαν από το Α...
τα νούμερα ξεκίνησαν από το 1...
εγώ ξεκίνησα, εδώ, με εσένα...


Ποιος
θα μπορέσει ποτέ να το εξηγήσει; Κανείς. Ίσως όλοι απλά το αποδεχθούν. Ίσως να το ζηλέψουν και άλλοι ίσως να το κατακρίνουν. Ότι δε το καταλαβαίνουμε άλλωστε, το φοβόμαστε τις περισσότερες φορές.
Όσο
και αν με γνωρίζανε, τώρα με ρωτάνε πράγματα. Πράγματα για σένα και για μένα. Δε μπορώ να τους εξηγήσω. Αδυνατώ. Ίσως τρέμω στην σκέψη να δώσω ορισμό στο τρελό. Στο φανταστικό. Στο μαγικό. Άλλωστε ποιος μπορεί να το δώσει ορισμό, στον έρωτα;
Πως
να είναι άλλωστε ο έρωτας; Γιατί να είναι γυναίκα ενώ είναι "ο έρωτας"; Γιατί να είναι ένα κατάλευκο αγγελάκι με ένα βέλος και τόξο; Ίσως επειδή τον φανταζόμαι αγνό. Δε ζητάει τίποτα και σου δίνει τα πάντα. Δεν ξέρει να μιλάει αλλά ακούς που σου φωνάζει και σου δείχνει. Έχει ερωτευθεί ποτέ ο έρωτας;
Ξαφνικά
έπεσα στο βαθιά. Στα βαθιά για σένα. Δεν ήξερα ούτε κατά διάνοια να "περπατήσω" στα μέρη σου. Έμαθα δίνοντας απλόχερα όλες τις πιο γαλήνιες ώρες της ημέρας. Περπάτησα. Νιώθω περήφανος για μένα. Και αυτό το κάνεις εσύ...
Ξανά
κάνε το. Δώσε μου κι άλλο από αυτήν την ενέργεια σου. Δώσε μου το χέρι σου να φύγουμε μακριά. Να αφήσω οτιδήποτε με πλήγωσε.
Ένιωθα
πακτωμένος μέσα στις πληγές μου. Δε μπόρεσα αυτά τα χρόνια να κουνηθώ. Ήθελα. Έκλαιγα σαν μικρό παιδί όταν έβλεπα την ελευθερία των άλλων. Αγκιστρώσεις. Αγκιστρώσεις του παρελθόντος σε μια παιδική ψυχή που δε μεγάλωσε ποτέ. Φοβήθηκε να μπει στον κύκλο των μεγάλων. Έμεινε εκεί στον βιασμό της ψυχής του που τόσο ψυχρά, τόσο άπονα του δημιούργησαν δίχως τύψεις. Απολαύσεις αυτού του σαρκικού κόσμου.
Δε
το έβαλα ποτέ κάτω. Προσπαθούσα χρόνια τώρα να ξεφύγω. Δεν ήθελα να μπω στον κύκλο του καταστροφέα. Δε θα μπορούσα να πιαστώ χέρι χέρι με τους άλλους και με αυτόν. Προτίμησα και έμεινα μόνος, σε λάθος κύκλο. Κύκλο πιο ασφαλή. Δε μπορεί να με πειράξει ποια. Είναι μακριά τώρα και δυστυχώς να μην ξέρει κανείς τίποτα για αυτόν.
Βρήκα
γέφυρες, ανθρώπινες. Άλλαξα κύκλους. Γνώρισα τον έρωτα. Τον έρωτα. Όσες φορές και αν το γράψει κάποιος εξακολουθεί να φαίνεται όμορφος. Τον έρωτα τον οποίο σήμερα τον κάνανε συνώνυμο του κακού και πρόστυχου. Τώρα ντρέπεται κανείς να τον ξεστομίσει.
Παλιο-μοδίτης
εραστής του έρωτα. Ίσως από άλλη εποχή. Ίσως στην πραγματικά δική μου εποχή. Ίσως να βρήκα επιτέλους αυτό που με λυτρώνει κάθε μέρα. Αυτό που με κάνει να μη κοιμάμαι. Αυτό που με κάνει και γελάω ξανά... Δύσκολο πράγμα να γελάσει κανείς μέσα από την καρδιά του. Είναι η καθημερινή μου σκέψη. Αυτή που δε γελάει όταν λέω σαχλές, για τους άλλους, λέξεις. Εκδηλώνομαι και νιώθω ασφαλής. Με καταλαβαίνει. Με νιώθει. Εκτός εποχής. Πουριτανός. Ντεμοντέ. Όπως και να σε πούνε, δείχνουν ένα πράγμα. Πρόκειται για έναν ρομαντικό άνθρωπο. Αυτόν που θα κοιτάξει την φύση να αργό πεθαίνει μέσα στο Φθινόπωρο. Να μένει παγωμένη και μετά να ζωντανεύει πιο δυνατή. Δε θα είναι ποτέ τα ίδια άνθη. Περισσότερα όμως κάθε φορά.
Έτσι
ήρθε και η δική μου αναγέννηση. Ίσως λίγο καθυστερημένα... Ίσως πολύ καθυστερημένα... Ποιος ξέρει; Αυτός που θα θαυμάσει τα άνθη θα πει, ότι άξιζε η νεκρή περίοδος. Όμως η δική μου αναγέννηση δεν ακούει στο όνομα Άνοιξη.
Ζοζεφίν
είναι το όνομα της. Ζοζεφίνα την φωνάζω. Μου αρέσει πιο πολύ... Ξαφνικά ήρθε και δε το ήξερε ούτε αυτή ούτε εγώ ότι ήμαστε η σωτηρία του άλλου. Τόσα χρόνια μετά, νιώθω δικαιωμένος. Δε μπορώ να την κατηγορήσω. Άλλωστε τι να πω. Είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει και πιστέψτε με έχω γυρίσει πολλά κράτη. Καμία δε της μοιάζει. Ούτε κατά κεραία. Ναι, η πιο όμορφη γυναίκα. Θα μπορούσα να της προσφέρω την θέση της Αυτοκράτειρας όλων των κρατών, Όλων των άστρων ή όλου του δημιουργήματος του Θεού. Δε μπορώ όμως να της δώσω όλα αυτά. Θα της δώσω αυτά που φιλούσα τόσα χρόνια κλειδωμένα στην καρδιά μου. Συναισθήματα ωριμασμένα σαν παλιό κρασί. Δυνατά και ζωντανά συναισθήματα όπως η μυρωδιά της αυγής.
Μας εύχομαι το ταξίδι, Ζοζεφίνα, αυτό εδώ το ταξίδι που ξεκίνησε, να μην έχει τέλος.
Σου στέλνω...
σου στέλνω τρία φιλιά, ένα για την καρδιά σου, ένα για τα χείλη σου και ένα για τα μάτια σου.

Καλώς ήλθες Josephine,
ο Ναπολέων σου.